θεσπιωδος

θεσπιωδος
    θεσπιῳδός
    θεσπι-ῳδός
    2
    божественно поющий, вдохновенный богом, вещий
    

(τέχναι Aesch.)

    ὀμφαλὸς γῆς θ. Eur. — пророческий пуп земли, т.е. Дельфы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεσπιωδος" в других словарях:

  • θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • θεσπιῳδός — singing in prophetic strain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωιδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωιδός — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδοί — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδούς — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδῷ — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωδώ — θεσπιῳδῶ, έω (Α) [θεσπιῳδός] είμαι θεσπιῳδός, χρησμοδοτώ, προφητεύω …   Dictionary of Greek

  • θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • θεσπιαοιδός — θεσπιαοιδός, όν (Α) βλ. θεσπιωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + αοιδός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»